- Νήρειος
- Νήρ-ειος, α, ον, Adj.A of Nereus, Νήρεια τέκνα, i.e. fishes, Euphro 8.2; cf. νηρός.2 [full] Νήρειον, τό, = δελφίνιον, Ps.-Dsc.3.73:—also [full] Νηρειάδιον, ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νήρειος — νήρειος, εία, ον (Α) [Νηρεύς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θαλάσσιο θεό Νηρέα … Dictionary of Greek
Νηρείας — Νηρείᾱς , Νήρειος of Nereus fem acc pl Νηρείᾱς , Νήρειος of Nereus fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νηρείων — Νήρειον of Nereus neut gen pl Νήρειος of Nereus fem gen pl Νήρειος of Nereus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νήρειον — of Nereus neut nom/voc/acc sg Νήρειος of Nereus masc acc sg Νήρειος of Nereus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νηρείου — Νήρειον of Nereus neut gen sg Νήρειος of Nereus masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)